- φλοιοεπινεφριδικός
- -ή, -ό, Ν1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων2. φρ. α) «φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια»ιατρ. ανεπάρκεια παραγωγής ορμονών τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, πρωτογενής ή δευτερογενήςβ) «φλοιοεπινεφριδική κρίση»ιατρ. καταστολή τών επινεφριδίων που προκαλείται από υψηλή δοσολογία υδροκορτιζονοειδών στεροειδών τα οποία λαμβάνονται επί μακρό χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + επινεφρίδιο].
Dictionary of Greek. 2013.